ἐξουσιαστής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksousiastis
|Transliteration C=eksousiastis
|Beta Code=e)cousiasth/s
|Beta Code=e)cousiasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mighty one, person in authority</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Is.</span>9.6(5)</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>5(3).86, <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>53.2</span> (iv A.D.).</span>
|Definition=ἐξουσιαστοῦ, ὁ, [[mighty one]], [[person in authority]], [[LXX]] ''Is.''9.6(5), ''Cat.Cod.Astr.''5(3).86, ''PGen.''53.2 (iv A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξουσιαστής''': -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς [[ἰσχυρός]], [[ἐξουσιαστής]], ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ.
|lstext='''ἐξουσιαστής''': -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς [[ἰσχυρός]], [[ἐξουσιαστής]], ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM [[ἐξουσιαστής]])<br />αυτός που έχει όλη την [[εξουσία]], που ασκεί πλήρη [[εξουσία]] («Θεὸς [[ἰσχυρός]], [[ἐξουσιαστής]], [[ἄρχων]] εἰρήνης», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή [[κάτι]] («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι», «ἐξουσιαστὴς εἰς τὴν ἐμὴν ἀγάπην «).
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξουσιαστής Medium diacritics: ἐξουσιαστής Low diacritics: εξουσιαστής Capitals: ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: exousiastḗs Transliteration B: exousiastēs Transliteration C: eksousiastis Beta Code: e)cousiasth/s

English (LSJ)

ἐξουσιαστοῦ, ὁ, mighty one, person in authority, LXX Is.9.6(5), Cat.Cod.Astr.5(3).86, PGen.53.2 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, der Machthaber, LXX. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουσιαστής: -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM ἐξουσιαστής)
αυτός που έχει όλη την εξουσία, που ασκεί πλήρη εξουσία («Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή κάτι («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι», «ἐξουσιαστὴς εἰς τὴν ἐμὴν ἀγάπην «).