ἀκρότητος: Difference between revisions
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akrotitos | |Transliteration C=akrotitos | ||
|Beta Code=a)kro/thtos | |Beta Code=a)kro/thtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκρότητον,<br><span class="bld">A</span> [[not beaten down]], Hld.9.8.<br><span class="bld">II</span> [[not struck together]] or [[in unison]], μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα ''Trag.Adesp.''93 = ''Com.Adesp.''1254, cf. Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[οὐκ ἀποψάλακτος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[no percutido al unísono]], de donde [[discordante]] κύμβαλα <i>Trag.Adesp</i>.93, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[no golpeado]], [[no batido]] γῆ Hld.9.8.2. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀκρότητος''': -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς [[καλῶς]], περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, [[ἀσύμφωνος]], [[μέλη]] πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρότητος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο [[αθόρυβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει [[σκληρός]], ο [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο [[παράφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κροτητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κροτῶ</i>]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nicht [[geschlagen]]</i>, γῆ Heliod. 9.8; κύμβαλα com. bei Ath. IV.164 f. <i>die nicht [[zusammen]] [[klingen]]</i>, vgl. Hesych. und <i>B.A</i>. 3.17. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκρότητον,
A not beaten down, Hld.9.8.
II not struck together or in unison, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα Trag.Adesp.93 = Com.Adesp.1254, cf. Phot. s.v. οὐκ ἀποψάλακτος.
Spanish (DGE)
-ον
1 mús. no percutido al unísono, de donde discordante κύμβαλα Trag.Adesp.93, cf. Hsch.
2 no golpeado, no batido γῆ Hld.9.8.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρότητος: -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς καλῶς, περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, ἀσύμφωνος, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκρότητος -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος
αρχ.
1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός
2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο παράφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κροτητὸς < κροτῶ].
German (Pape)
nicht geschlagen, γῆ Heliod. 9.8; κύμβαλα com. bei Ath. IV.164 f. die nicht zusammen klingen, vgl. Hesych. und B.A. 3.17.