κηδωλός: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηδωλός''': «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ. | |lstext='''κηδωλός''': «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηδωλός]] (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήδω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωλός</i> ([[πρβλ]]. [[αμαρτωλός]], [[φειδωλός]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:26, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων, Suid.
German (Pape)
[Seite 1430] sorgend, = κηδόμενος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κηδωλός: «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ.
Greek Monolingual
κηδωλός (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήδω + κατάλ. -ωλός (πρβλ. αμαρτωλός, φειδωλός)].