παροιμιώδης: Difference between revisions

(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paroimiodis
|Transliteration C=paroimiodis
|Beta Code=paroimiw/dhs
|Beta Code=paroimiw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">proverbial</b>, Plu.2.302b, 616c, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.8</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Asp.<span class="title">in EN</span> 160.23</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>287</span>.</span>
|Definition=παροιμιῶδες, [[proverbial]], Plu.2.302b, 616c, Philostr.''VA''1.8. Adv. [[παροιμιωδῶς]] Asp.''in EN'' 160.23, Sch.Ar.''Pl.''287.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ες, sprichwörtlich, nach Art eines Sprichworts, Plut. Symp. 4, 2, 1 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ες, sprichwörtlich, nach Art eines Sprichworts, Plut. Symp. 4, 2, 1 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[qui ressemble à un proverbe]], [[proverbial]].<br />'''Étymologie:''' [[παροιμία]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''παροιμιώδης:''' [[имеющий вид или характер поговорки]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παροιμιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς παροιμίαν, ὡς [[παροιμία]], Πλούτ. 2. 302C, 6 6C, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 287, κτλ.
|lstext='''παροιμιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς παροιμίαν, ὡς [[παροιμία]], Πλούτ. 2. 302C, 6 6C, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 287, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΜΑ [[παροιμία]]<br /><b>1.</b> αυτός που λέγεται ως [[παροιμία]], ο όμοιος με [[παροιμία]], ο [[παροιμιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίφημος]], [[ονομαστός]], [[περιώνυμος]], [[πασίγνωστος]] («[[παροιμιώδης]] [[κακία]]»)<br /><b>2.</b> [[αμύθητος]], [[μυθώδης]], [[ανυπολόγιστος]] («[[παροιμιώδης]] [[πλούτος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροιμιωδώς</i> / <i>παροιμιωδῶς</i> ΝΜΑ<br />με τρόπο παροιμιώδη, με παροιμίες.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

English (LSJ)

παροιμιῶδες, proverbial, Plu.2.302b, 616c, Philostr.VA1.8. Adv. παροιμιωδῶς Asp.in EN 160.23, Sch.Ar.Pl.287.

German (Pape)

[Seite 525] ες, sprichwörtlich, nach Art eines Sprichworts, Plut. Symp. 4, 2, 1 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui ressemble à un proverbe, proverbial.
Étymologie: παροιμία, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

παροιμιώδης: имеющий вид или характер поговорки Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παροιμιώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς παροιμίαν, ὡς παροιμία, Πλούτ. 2. 302C, 6 6C, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 287, κτλ.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ παροιμία
1. αυτός που λέγεται ως παροιμία, ο όμοιος με παροιμία, ο παροιμιακός
νεοελλ.
1. περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος, πασίγνωστοςπαροιμιώδης κακία»)
2. αμύθητος, μυθώδης, ανυπολόγιστοςπαροιμιώδης πλούτος»).
επίρρ...
παροιμιωδώς / παροιμιωδῶς ΝΜΑ
με τρόπο παροιμιώδη, με παροιμίες.