παροιμιακός

English (LSJ)

παροιμιακή, παροιμιακόν,
A proverbial, Plu.2.636f. Adv. παροιμιακῶς Str.11.2.16, AP9.379 (Pall.).
IIπαροιμιακόν(sc. μέτρον), τό, paroemiac, i.e. an anapaestic dimeter catalectic, freq. at the end of an anapaestic system, Heph.8.6.

German (Pape)

[Seite 525] ή, όν, sprichwörtlich, θύρα, Plut. Symp. 2, 3, 3; u. adv., τὸ παροιμιακῶς λεχθέν, Strab. XI, 497 u. Folgde; ὁ παροιμιακός, sc. στίχος, u. τὰ παροιμιακά, der katalektische anapästische Dimeter, der die anapästischen Systeme zu beschließen und, sind sie länger, hie und da zu unterbrechen pflegt: [ – ñ ñ – –], vgl. Hephaest. und Scholl.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
proverbial.
Étymologie: παροιμία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροιμιακός -ή -όν [παροιμία] spreekwoordelijk.

Russian (Dvoretsky)

παροιμιακός: II ὁ (sc. στίχος) стих. паремиак, паремический стих (∪∪‒

Greek Monolingual

-ή, ό / παροιμιακός, -ή, -όν, ΝΑ παροιμία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροιμία, ο παροιμιώδης («παροιμιακή ρήση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παροιμιακόν
(ενν. μέτρον) αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος που απαντά συνήθως στο τέλος αναπαιστικού συστήματος.
επίρρ...
παροιμιακά / παροιμιακώς ΝΑ
με τρόπο παροιμιακό, με παροιμίες, ως παροιμία, παροιμιωδώς («το τε παροιμιακῶς λεχθέν», Στράβ.).

Greek Monotonic

παροιμιακός: μέλ. -σω·
I. παροιμιακός, επίρρ. -κῶς, σε Ανθ.
II. παροιμιακόν (ενν. μέτρον), τό, παροιμιακός, δηλ. αναπαιστικός δίμετρος καταληκτικός, που συναντάται συνήθως στο τέλος του αναπαιστικού συστήματος.

Greek (Liddell-Scott)

παροιμιακός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, παροιμιώδης, Πλούταρχ. 2. 636Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, Στράβ. 497, Ἀνθ. Π. 9. 379. ΙΙ. παροιμιακόν (ἐξυπακ. μέτρον), τό, δηλ. ἀναπαιστικὸς δίμετρος καταληκτικὸς ἀπαντῶν συνήθως κατὰ τὸ τέλος ἀναπαιστικοῦ συστήματος, Ἡφαιστ. 46, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 598.

Middle Liddell

παροιμιακός, ή, όν
I. proverbial: adv. -κῶς, Anth.
II. παροιμιακόν (sub. μέτρον), a paroemiac, i. e. an Anapaestic dimeter catalectic, used at the end of an Anapaestic system.