καθυπερηφανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(6_1)
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] gegen Einen sich übermüthig betragen, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] gegen Einen sich übermütig betragen, Eust.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.
|lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυπερηφανεύομαι]] (Μ)<br />(επιτατ. του [[υπερηφανεύομαι]]) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> [[ὑπερηφανεύομαι]] <span style="color: red;"><</span> [[ὑπερήφανος]].
}}
}}

Latest revision as of 05:40, 14 November 2023

German (Pape)

[Seite 1289] gegen Einen sich übermütig betragen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερηφανεύομαι: γίνομαι καθ’ ὑπερβολὴν ὑπερήφανος, ὑβριστικός, Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.

Greek Monolingual

καθυπερηφανεύομαι (Μ)
(επιτατ. του υπερηφανεύομαι) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερηφανεύομαι < ὑπερήφανος.