ἐμβόσκω: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(6_1)
(11)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβόσκω''': [[βόσκω]] [[ἐντός]], Φίλων 2. 289, 38.
|lstext='''ἐμβόσκω''': [[βόσκω]] [[ἐντός]], Φίλων 2. 289, 38.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> en v. act., c. suj. de pers. [[apacentar ganado]], [[pastorear]] actividad prohibida en bosques sagrados ἐὰν δέ τις τῶν δημοσίων ἐνβόσ[κῃ] ... [[ἔνοχος]] ἔστω καὶ ἀσεβείᾳ <i>IStratonikeia</i> 513.55 (III d.C.), cf. <i>IG</i> 12(6).171.15 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[pacer]], [[pastar]], [[apacentarse]] el ganado θρέμμασιν ἐμβόσκεσθαι τὰς κτήσεις ἀνέντες Ph.2.473, πεδία εὔχορτα καὶ ἐπιτηδειότατα ἐμβόσκεσθαι terrenos de buenos pastos y muy apropiados para el apacentamiento</i> Ph.2.289, cf. 131<br /><b class="num">•</b>fig., del deseo comparado con un animal, c. dat. loc. ἔδει ... αὐτὴν (ἐπιθυμίαν) ἐμβόσκεσθαι τόποις, ἐν οἷς τροφαί τε καὶ ὀχεῖαι Ph.2.351.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμβόσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) [[βόσκω]] [[μέσα]] σε κάποιον χώρο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[ἐμβόσκομαι]]<br />(για [[χορτάρι]] ή [[περιοχή]]) [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]].
}}
}}

Latest revision as of 07:07, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 806] (s. βόσκω), darin weiden, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβόσκω: βόσκω ἐντός, Φίλων 2. 289, 38.

Spanish (DGE)

1 en v. act., c. suj. de pers. apacentar ganado, pastorear actividad prohibida en bosques sagrados ἐὰν δέ τις τῶν δημοσίων ἐνβόσ[κῃ] ... ἔνοχος ἔστω καὶ ἀσεβείᾳ IStratonikeia 513.55 (III d.C.), cf. IG 12(6).171.15 (II d.C.).
2 en v. med. pacer, pastar, apacentarse el ganado θρέμμασιν ἐμβόσκεσθαι τὰς κτήσεις ἀνέντες Ph.2.473, πεδία εὔχορτα καὶ ἐπιτηδειότατα ἐμβόσκεσθαι terrenos de buenos pastos y muy apropiados para el apacentamiento Ph.2.289, cf. 131
fig., del deseo comparado con un animal, c. dat. loc. ἔδει ... αὐτὴν (ἐπιθυμίαν) ἐμβόσκεσθαι τόποις, ἐν οἷς τροφαί τε καὶ ὀχεῖαι Ph.2.351.

Greek Monolingual

ἐμβόσκω (Α)
1. (για ζώα) βόσκω μέσα σε κάποιον χώρο
2. μέσ. ἐμβόσκομαι
(για χορτάρι ή περιοχή) είμαι κατάλληλος για βοσκή.