μεταγλωττίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
(6_2) |
(24) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταγλωττίζω''': [[μεθερμηνεύω]], [[μεταφράζω]], Χειρόγραφ. παρὰ Pasin. Cod. Taur. 1. σ. 473. | |lstext='''μεταγλωττίζω''': [[μεθερμηνεύω]], [[μεταφράζω]], Χειρόγραφ. παρὰ Pasin. Cod. Taur. 1. σ. 473. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Μ [[μεταγλωττίζω]])<br />[[μεταφέρω]] [[κείμενο]] από μια [[γλώσσα]] σε [[άλλη]], [[μεθερμηνεύω]], [[μεταφράζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταφέρω]] [[κείμενο]] από μια [[μορφή]] γλώσσας σε [[άλλη]] της ίδιας γλώσσας («δυσκολεύτηκα να μεταγλωττίσω το αρχαίο [[κείμενο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γλῶττα]] «[[γλώσσα]]»)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 145] verdolmetschen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγλωττίζω: μεθερμηνεύω, μεταφράζω, Χειρόγραφ. παρὰ Pasin. Cod. Taur. 1. σ. 473.
Greek Monolingual
(Μ μεταγλωττίζω)
μεταφέρω κείμενο από μια γλώσσα σε άλλη, μεθερμηνεύω, μεταφράζω
νεοελλ.
μεταφέρω κείμενο από μια μορφή γλώσσας σε άλλη της ίδιας γλώσσας («δυσκολεύτηκα να μεταγλωττίσω το αρχαίο κείμενο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + γλῶττα «γλώσσα»)].