στενωπή: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(6_9)
 
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[στενωπός]] <i>subst.</i>
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[στενωπός]].
}}
{{elru
|elrutext='''στενωπή:''' ἡ Plut. = [[στενωπός]] II.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στενωπή''': ἡ, = [[στενωπός]], «ἡ Σαμιακὴ [[λαύρα]] στενωπὴ ἦν παρὰ Σαμίοις, ἐν ᾗ τὰ πέμματα ἐπιπράσκετο» Παροιμιογρ. τ. Α΄, σελ. 332, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 106, ἀλλ’ [[ἴσως]] [[μεταγραπτέον]] στενωπὸς κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 66.
|lstext='''στενωπή''': ἡ, = [[στενωπός]], «ἡ Σαμιακὴ [[λαύρα]] στενωπὴ ἦν παρὰ Σαμίοις, ἐν ᾗ τὰ πέμματα ἐπιπράσκετο» Παροιμιογρ. τ. Α΄, σελ. 332, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 106, ἀλλ’ [[ἴσως]] [[μεταγραπτέον]] στενωπὸς κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 66.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[στενωπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή οπή σε μαύρο μεταλλικό [[έλασμα]] ή [[χαρτόνι]], που εφαρμόζεται στη [[θέση]] του φακού φωτογραφικής μηχανής και μπορεί να τον αντικαταστήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[στενωπός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:37, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. στενωπός subst.

German (Pape)

ἡ, = στενωπός.

Russian (Dvoretsky)

στενωπή: ἡ Plut. = στενωπός II.

Greek (Liddell-Scott)

στενωπή: ἡ, = στενωπός, «ἡ Σαμιακὴ λαύρα στενωπὴ ἦν παρὰ Σαμίοις, ἐν ᾗ τὰ πέμματα ἐπιπράσκετο» Παροιμιογρ. τ. Α΄, σελ. 332, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 106, ἀλλ’ ἴσως μεταγραπτέον στενωπὸς κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 66.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
στενωπός
νεοελλ.
μικρή οπή σε μαύρο μεταλλικό έλασμα ή χαρτόνι, που εφαρμόζεται στη θέση του φακού φωτογραφικής μηχανής και μπορεί να τον αντικαταστήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. στενωπός, -ή, -όν].