ἱκετευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(6_10)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iketeftikos
|Transliteration C=iketeftikos
|Beta Code=i(keteutiko/s
|Beta Code=i(keteutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">supplicatory</b>, Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">OT</span> 143</span>; = <b class="b2">precarius</b>, Gloss. Adv. -κῶς Hsch. s.v. [[ἀντήδης]].</span>
|Definition=ἱκετευτική, ἱκετευτικόν, [[supplicatory]], Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]'' 143; = [[precarius]], ''Glossaria'' Adv. [[ἱκετευτικῶς]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀντήδης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱκετευτικός''': -ή, -όν, [[παρακλητικός]], Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀντήδην]].
|lstext='''ἱκετευτικός''': -ή, -όν, [[παρακλητικός]], Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀντήδην]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἱκετευτικός]], -ή, -όν) [[ικετεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ικεσία]], [[παρακλητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ικετευτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἱκετευτικῶς)<br />με ικετευτικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετευτικός Medium diacritics: ἱκετευτικός Low diacritics: ικετευτικός Capitals: ΙΚΕΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hiketeutikós Transliteration B: hiketeutikos Transliteration C: iketeftikos Beta Code: i(keteutiko/s

English (LSJ)

ἱκετευτική, ἱκετευτικόν, supplicatory, Sch.S.OT 143; = precarius, Glossaria Adv. ἱκετευτικῶς Hsch. s.v. ἀντήδης.

German (Pape)

[Seite 1247] den Schutzflehenden betreffend, flehend; Schol. Soph. O. R. 143; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετευτικός: -ή, -όν, παρακλητικός, Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντήδην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱκετευτικός, -ή, -όν) ικετεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός.
επίρρ...
ικετευτικώς και -ά (Α ἱκετευτικῶς)
με ικετευτικό τρόπο.