περιοδεύσιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periodeysimos | |Transliteration C=periodeysimos | ||
|Beta Code=periodeu/simos | |Beta Code=periodeu/simos | ||
|Definition= | |Definition=περιοδεύσιμον, [[with circuitous ways]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιοδεύσιμος''': -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ. | |lstext='''περιοδεύσιμος''': -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ [[περιόδευσις]]<br />αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να περιοδεύσει. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
περιοδεύσιμον, with circuitous ways, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 584] mit Umwegen (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιοδεύσιμος: -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, Μ περιόδευσις
αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να περιοδεύσει.