ταχυπέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tachypetis
|Transliteration C=tachypetis
|Beta Code=taxupe/ths
|Beta Code=taxupe/ths
|Definition=ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, (πέτομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flying fast</b>, Suid. s.v. [[ὠκύπτερον]].</span>
|Definition=ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, ([[πέτομαι]]) [[flying fast]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ὠκύπτερον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχῠπέτης''': -ες, ἢ πετής, ές, ([[πέτομαι]]) ὁ [[ταχέως]] πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ.
|lstext='''τᾰχῠπέτης''': -ες, ἢ πετής, ές, ([[πέτομαι]]) ὁ [[ταχέως]] πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ταχυπέτης]] -ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, -ές, ΜΑ <b>νεοελλ.</b> <b>ζωολ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους νηκτικών πτηνών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(κυριολ. και μτφ.) [[ταχύπτερος]], αυτός που [[πετά]] [[γρήγορα]] («φθάνει τὸ τοῦ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πέτης</i> / -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑψι</i>-<i>πέτης</i> / <i>ὑψι</i>-<i>πετής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπέτης Medium diacritics: ταχυπέτης Low diacritics: ταχυπέτης Capitals: ΤΑΧΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: tachypétēs Transliteration B: tachypetēs Transliteration C: tachypetis Beta Code: taxupe/ths

English (LSJ)

ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, (πέτομαι) flying fast, Suid. s.v. ὠκύπτερον.

German (Pape)

[Seite 1076] ες, schnell fliegend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠπέτης: -ες, ἢ πετής, ές, (πέτομαι) ὁ ταχέως πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ.

Greek Monolingual

ο / ταχυπέτης -ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, -ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών
μσν.-αρχ.
(κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῦ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πέτης / -πετής (< πέτομαι), πρβλ. ὑψι-πέτης / ὑψι-πετής].