πλατύστομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=platystomos
|Transliteration C=platystomos
|Beta Code=platu/stomos
|Beta Code=platu/stomos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wide-mouthed</b>, <b class="b3">λέβης, χύτρα, ἀγγεῖον</b>, Dsc.1.30, Damocr. ap. Gal. 13.40, <span class="title">Gp.</span>9.24.1; of a cupping instrument, <span class="bibl">Sor.1.50</span>.</span>
|Definition=πλατύστομον, [[wide-mouthed]], [[λέβης]], [[χύτρα]], [[ἀγγεῖον]], Dsc.1.30, Damocr. ap. Gal. 13.40, ''Gp.''9.24.1; of a cupping instrument, Sor.1.50.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰτύστομος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[στόμα]], ἐπὶ ἀγγείων, Γεωπ. 9. 24, 1.
|lstext='''πλᾰτύστομος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[στόμα]], ἐπὶ ἀγγείων, Γεωπ. 9. 24, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύστομος]], -ον, ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για αγγεία) αυτός που έχει πλατύ [[στόμα]], ευρύ [[στόμιο]] («πλατύστομον ἀγγεῖον», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις, που λέει παχιά, μεγάλα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύστομος Medium diacritics: πλατύστομος Low diacritics: πλατύστομος Capitals: ΠΛΑΤΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: platýstomos Transliteration B: platystomos Transliteration C: platystomos Beta Code: platu/stomos

English (LSJ)

πλατύστομον, wide-mouthed, λέβης, χύτρα, ἀγγεῖον, Dsc.1.30, Damocr. ap. Gal. 13.40, Gp.9.24.1; of a cupping instrument, Sor.1.50.

German (Pape)

[Seite 627] breitmündig, mit breitem, weit offen stehendem Munde, mit solchem Munde sprechend, platt, breit aussprechend, wie bes. die Dorier thaten.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύστομος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ στόμα, ἐπὶ ἀγγείων, Γεωπ. 9. 24, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύστομος, -ον, ΝΜΑ
(κυρίως για αγγεία) αυτός που έχει πλατύ στόμα, ευρύ στόμιο («πλατύστομον ἀγγεῖον», Γεωπ.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις, που λέει παχιά, μεγάλα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. πλατυ- + -στόμος (< στόμα)].