κυλιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kylistikos | |Transliteration C=kylistikos | ||
|Beta Code=kulistiko/s | |Beta Code=kulistiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κυλιστική, κυλιστικόν, [[practised in rolling]]: Subst. <b class="b3">κ., ὁ</b>, [[wrestler]], [[who struggles on while rolling in the dust]], Sch.Pi.''I.''4.81. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠλιστικός''': -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81. | |lstext='''κῠλιστικός''': -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυλιστικός]], -ή, -όν (Α) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ασκηθεί στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυλιστικός]]<br />ο [[παλαιστής]] που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του [[κυλιόμενος]] στο [[έδαφος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Wälzen]] [[gehörig]]</i>; ὁ κυλ. heißt <i>der [[Ringer]], der im Begen und [[Wälzen]] den [[Gegner]] überwindet, Schol. Pind</i>. 4.81. Vgl. [[κύλισις]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
κυλιστική, κυλιστικόν, practised in rolling: Subst. κ., ὁ, wrestler, who struggles on while rolling in the dust, Sch.Pi.I.4.81.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλιστικός: -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81.
Greek Monolingual
κυλιστικός, -ή, -όν (Α) κυλίνδω
1. αυτός που έχει ασκηθεί στο κύλισμα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστικός
ο παλαιστής που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του κυλιόμενος στο έδαφος.
German (Pape)
zum Wälzen gehörig; ὁ κυλ. heißt der Ringer, der im Begen und Wälzen den Gegner überwindet, Schol. Pind. 4.81. Vgl. κύλισις.