ξενώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(6_17)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενώνυμος''': -ον, ὁ ἔχων ξένον [[ὄνομα]], μεταγεν.
|lstext='''ξενώνυμος''': -ον, ὁ ἔχων ξένον [[ὄνομα]], μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ξενικό όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] εν συνθέσει].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενώνυμος: -ον, ὁ ἔχων ξένον ὄνομα, μεταγεν.

Greek Monolingual

ξενώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξενικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].