συμπαραμιγνύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
(6_14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />[[mélanger]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραμιγνύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαραμιγνύω:''' [[смешивать вместе]] (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαραμιγνύω''': μιγνύω [[ὁμοῦ]] [[προσέτι]], Ἀριστοφ. Πλ. 719.
|lstext='''συμπαραμιγνύω''': μιγνύω [[ὁμοῦ]] [[προσέτι]], Ἀριστοφ. Πλ. 719.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπαραμιγνύω:''' [[αναμειγνύω]] [[επιπλέον]], [[ανακατώνω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to mix in [[together]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 9 January 2023

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
mélanger.
Étymologie: σύν, παραμιγνύω.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραμιγνύω: смешивать вместе (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραμιγνύω: μιγνύω ὁμοῦ προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 719.

Greek Monotonic

συμπαραμιγνύω: αναμειγνύω επιπλέον, ανακατώνω και κάτι ακόμη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to mix in together, Ar.