ξενοφανής: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενοφανής''': -ές, ὁ φαινόμενος ὡς [[ξένος]], [[καινοφανής]], [[παράξενος]], Ἰω. Δαμ. Ἐπιστ. εἰς Θεόφ. π. Εἰκ. σ. 128. | |lstext='''ξενοφανής''': -ές, ὁ φαινόμενος ὡς [[ξένος]], [[καινοφανής]], [[παράξενος]], Ἰω. Δαμ. Ἐπιστ. εἰς Θεόφ. π. Εἰκ. σ. 128. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Μ [[ξενοφανής]], -ές)<br />[[καινοφανής]], [[παράξενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[σπουδαιοφανής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 10 May 2023
German (Pape)
[Seite 278] ές, fremdartig erscheinend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοφανής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς ξένος, καινοφανής, παράξενος, Ἰω. Δαμ. Ἐπιστ. εἰς Θεόφ. π. Εἰκ. σ. 128.
Greek Monolingual
-ές (Μ ξενοφανής, -ές)
καινοφανής, παράξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σπουδαιοφανής].