καλαφατίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_6)
 
(18)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλαφατίζω''': ἐκαλαφάτισα, -ίσθην, -σμένος, ὡς καὶ νῦν, Νικήτ. Χων. 717, 24, πρβλ. τὸ Ἰταλ. calafatare
|lstext='''καλαφατίζω''': ἐκαλαφάτισα, -ίσθην, -σμένος, ὡς καὶ νῦν, Νικήτ. Χων. 717, 24, πρβλ. τὸ Ἰταλ. calafatare
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[καλαφατίζω]]) [[καλαφάτης]]<br />[[φράζω]] με [[στουπί]] ή [[πίσσα]] τις χαραμάδες [[μεταξύ]] τών σανίδων ή τα ρήγματα πλοίου ή βαρελιού, [[επισκευάζω]] [[πλοίο]] ή [[βαρέλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> συνουσιάζομαι, [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]], [[οχεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 06:37, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καλαφατίζω: ἐκαλαφάτισα, -ίσθην, -σμένος, ὡς καὶ νῦν, Νικήτ. Χων. 717, 24, πρβλ. τὸ Ἰταλ. calafatare

Greek Monolingual

καλαφατίζω) καλαφάτης
φράζω με στουπί ή πίσσα τις χαραμάδες μεταξύ τών σανίδων ή τα ρήγματα πλοίου ή βαρελιού, επισκευάζω πλοίο ή βαρέλι
νεοελλ.
μτφ. συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική μίξη, οχεύω.