καλαφατίζω
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
Greek (Liddell-Scott)
καλαφατίζω: ἐκαλαφάτισα, -ίσθην, -σμένος, ὡς καὶ νῦν, Νικήτ. Χων. 717, 24, πρβλ. τὸ Ἰταλ. calafatare
Greek Monolingual
(Μ καλαφατίζω) καλαφάτης
φράζω με στουπί ή πίσσα τις χαραμάδες μεταξύ τών σανίδων ή τα ρήγματα πλοίου ή βαρελιού, επισκευάζω πλοίο ή βαρέλι
νεοελλ.
μτφ. συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική μίξη, οχεύω.