νυκτόχρους: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτόχρους''': ουν, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τῆς νυκτός, (= νυκτίχρους), (Ὠριγ.) φιλοσοφούμ. ἔκδ. Mi σ. 3167. | |lstext='''νυκτόχρους''': ουν, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τῆς νυκτός, (= νυκτίχρους), (Ὠριγ.) φιλοσοφούμ. ἔκδ. Mi σ. 3167. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτόχρους]] και [[νυκτίχρους]], -ουν και -οος, -οον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της νύχτας, [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]», <b>πρβλ.</b> <i>χιονό</i>-<i>χρους</i>. Ο τ. <i>νυκτί</i>-<i>χρους</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νυκτόχρους: ουν, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς νυκτός, (= νυκτίχρους), (Ὠριγ.) φιλοσοφούμ. ἔκδ. Mi σ. 3167.
Greek Monolingual
νυκτόχρους και νυκτίχρους, -ουν και -οος, -οον (ΑΜ)
αυτός που έχει το χρώμα της νύχτας, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + χροῦς «χρώμα», πρβλ. χιονό-χρους. Ο τ. νυκτί-χρους < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].