νυκτόχρους
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
Greek (Liddell-Scott)
νυκτόχρους: ουν, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς νυκτός, (= νυκτίχρους), (Ὠριγ.) φιλοσοφούμ. ἔκδ. Mi σ. 3167.
Greek Monolingual
νυκτόχρους και νυκτίχρους, -ουν και -οος, -οον (ΑΜ)
αυτός που έχει το χρώμα της νύχτας, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + χροῦς «χρώμα», πρβλ. χιονό-χρους. Ο τ. νυκτί-χρους < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].