πολιοκόρσης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
m (pape replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολιοκόρσης''': -ου, ὁ, = [[πολιοκρόταφος]], Νικήτ. Χρον. 160Α. | |lstext='''πολιοκόρσης''': -ου, ὁ, = [[πολιοκρόταφος]], Νικήτ. Χρον. 160Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που έχει γκρίζες [[τρίχες]] στους κροτάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]], [[υπόλευκος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόρση]] «[[κρόταφος]]»]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[πολιοκρόταφος]], Nicet. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:05, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
πολιοκόρσης: -ου, ὁ, = πολιοκρόταφος, Νικήτ. Χρον. 160Α.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αυτός που έχει γκρίζες τρίχες στους κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + κόρση «κρόταφος»].
German (Pape)
ὁ, = πολιοκρόταφος, Nicet.