συγγραμματοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=συγγραμμᾰτοφύλαξ
|Full diacritics=συγγραμμᾰτοφῠ́λᾰξ
|Medium diacritics=συγγραμματοφύλαξ
|Medium diacritics=συγγραμματοφύλαξ
|Low diacritics=συγγραμματοφύλαξ
|Low diacritics=συγγραμματοφύλαξ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syggrammatofylaks
|Transliteration C=syggrammatofylaks
|Beta Code=suggrammatofu/lac
|Beta Code=suggrammatofu/lac
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">keeper of books</b>, Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">Apol.</span>2</span>, Suid. s.v. [[ῥῆτραι]].</span>
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[keeper of books]], Sch.Luc.''Apol.''2, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ῥῆτραι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγραμμᾰτοφύλαξ''': ὁ [[φύλαξ]] συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. [[ῥητροφύλαξ]].
|lstext='''συγγραμμᾰτοφύλαξ''': ὁ [[φύλαξ]] συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. [[ῥητροφύλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[βιβλιοθηκάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] [[πρβλ]]. [[χρηματοφύλαξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγραμμᾰτοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: συγγραμματοφύλαξ Low diacritics: συγγραμματοφύλαξ Capitals: ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: syngrammatophýlax Transliteration B: syngrammatophylax Transliteration C: syggrammatofylaks Beta Code: suggrammatofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of books, Sch.Luc.Apol.2, Suid. s.v. ῥῆτραι.

German (Pape)

[Seite 962] ακος, ὁ, Schriftbewahrer, bei Suid. Erkl. von ῥητροφύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

συγγραμμᾰτοφύλαξ: ὁ φύλαξ συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. ῥητροφύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
βιβλιοθηκάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, -άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματοφύλαξ)].