τρισσοφαής: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισσοφαής''': -ές, μὲ τριπλοῦν φῶς, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 35, 166. | |lstext='''τρισσοφαής''': -ές, μὲ τριπλοῦν φῶς, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 35, 166. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />(για την Αγία Τριάδα) αυτή που λάμπει με τριπλό φώς, με [[τρεις]] πηγές φωτός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρισσός]] «[[τριπλός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φᾶος</i> «φως»), [[πρβλ]]. [[ἑπταφαής]]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, = [[τρισσόφωτος]], Greg.Naz. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 10 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
τρισσοφαής: -ές, μὲ τριπλοῦν φῶς, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 35, 166.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για την Αγία Τριάδα) αυτή που λάμπει με τριπλό φώς, με τρεις πηγές φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -φαής (< φᾶος «φως»), πρβλ. ἑπταφαής].
German (Pape)
ές, = τρισσόφωτος, Greg.Naz.