πηρώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pironymos
|Transliteration C=pironymos
|Beta Code=phrw/numos
|Beta Code=phrw/numos
|Definition=ον, (πήρα, ὄνομα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">named after a wallet</b>, gloss on [[οὐλαδώνυμος]], Tz.ad Lyc.183.</span>
|Definition=πηρώνυμον, ([[πήρα]], [[ὄνομα]]) [[named after a wallet]], gloss on [[οὐλαδώνυμος]], Tz.ad Lyc.183.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηρώνῠμος''': -ον, ([[πήρα]], [[ὄνομα]]) [[σακκώνυμος]], Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Οὐλαμωνύμου.
|lstext='''πηρώνῠμος''': -ον, ([[πήρα]], [[ὄνομα]]) [[σακκώνυμος]], Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Οὐλαμωνύμου.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έλαβε το όνομά του από την [[πήρα]], από το [[σακούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πήρα]] «[[δερμάτινος]] [[σάκος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>σακκ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρώνῠμος Medium diacritics: πηρώνυμος Low diacritics: πηρώνυμος Capitals: ΠΗΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: pērṓnymos Transliteration B: pērōnymos Transliteration C: pironymos Beta Code: phrw/numos

English (LSJ)

πηρώνυμον, (πήρα, ὄνομα) named after a wallet, gloss on οὐλαδώνυμος, Tz.ad Lyc.183.

German (Pape)

[Seite 611] nach dem Ränzel benannt, Schol. Lycophr. 183.

Greek (Liddell-Scott)

πηρώνῠμος: -ον, (πήρα, ὄνομα) σακκώνυμος, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Οὐλαμωνύμου.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έλαβε το όνομά του από την πήρα, από το σακούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. σακκ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].