κροκόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(6_14)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροκόχρως''': ὁ, ἡ, ἔχων [[χρῶμα]] κρόκου, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 1.
|lstext='''κροκόχρως''': ὁ, ἡ, ἔχων [[χρῶμα]] κρόκου, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κροκόχρως]], -ωτος, ό και ἡ (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]], [[χροιά]]»), [[πρβλ]]. [[κηρόχρως]], [[οινόχρως]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1512] saffranfarbig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόχρως: ὁ, ἡ, ἔχων χρῶμα κρόκου, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 1.

Greek Monolingual

κροκόχρως, -ωτος, ό και ἡ (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -χρως (< χρώς «επιδερμίδα, χροιά»), πρβλ. κηρόχρως, οινόχρως].