ἡμίζωος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίζωος''': -ον, (ζωὴ) κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, «μισοζώντανος», Γλωσσ.
|lstext='''ἡμίζωος''': -ον, (ζωὴ) κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, «μισοζώντανος», Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίζωος]], -ον (Α)<br />μισοζωντανός, [[μόλις]] [[ζωντανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ζωή</i>), [[πρβλ]]. [[αείζωος]], [[πολύζωος]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1168] = ἡμίζως, ων, halb lebend, Hdn. Epimer. p. 239.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίζωος: -ον, (ζωὴ) κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, «μισοζώντανος», Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡμίζωος, -ον (Α)
μισοζωντανός, μόλις ζωντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ζωος (< ζωή), πρβλ. αείζωος, πολύζωος].