αείζωος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
ἀείζωος, -ον και συνηρ. -ζως, -ων (AM)
αυτός που ζει, που υπάρχει αιώνια, αθάνατος, άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
αρχ.
1. (για φυτά) αειθαλής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀείζωον
γένος φυτών που ταυτίζεται με το σημερινό γένος Σεμπερβίβο (Sempervivum)
ἀείζωον μέγα
το είδος S. arboreum
ἀειζωον μικρόν
το είδος S. tectorum
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀείζωοι
οι αθάνατοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + ζωή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀειζωότης, ἀειζωία].