εὐθηνιαρχικός: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efthiniarchikos | |Transliteration C=efthiniarchikos | ||
|Beta Code=eu)qhniarxiko/s | |Beta Code=eu)qhniarxiko/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐθηνιαρχική, εὐθηνιαρχικόν<br><span class="bld">A</span>, στέφανος ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1252v.17 (iii A.D.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐθηνιαρχικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην [[ευθηνιαρχία]] («εὐθηνιαρχικὸς [[στέφανος]]»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐθηνιαρχική, εὐθηνιαρχικόν
A, στέφανος POxy.1252v.17 (iii A.D.).
Greek Monolingual
εὐθηνιαρχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος»).