ἐπισκοπικός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=episkopikos
|Transliteration C=episkopikos
|Beta Code=e)piskopiko/s
|Beta Code=e)piskopiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">episcopal</b>, Cod.Just.1.4.29.3.</span>
|Definition=ἐπισκοπική, ἐπισκοπικόν, [[episcopal]], Cod.Just.1.4.29.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκοπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ.
|lstext='''ἐπισκοπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπισκοπικός]], -ή, -όν) [[επίσκοπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην [[επισκοπή]] (α. «επισκοπικό [[αξίωμα]]» β. «επισκοπικό δικαστήριο»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επισκοπικό</i><br />ο [[επισκοπικός]] [[θρόνος]], το δεσποτικό.
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκοπικός Medium diacritics: ἐπισκοπικός Low diacritics: επισκοπικός Capitals: ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: episkopikós Transliteration B: episkopikos Transliteration C: episkopikos Beta Code: e)piskopiko/s

English (LSJ)

ἐπισκοπική, ἐπισκοπικόν, episcopal, Cod.Just.1.4.29.3.

German (Pape)

[Seite 979] bischöflich, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπισκοπικός, -ή, -όν) επίσκοπος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην επισκοπή (α. «επισκοπικό αξίωμα» β. «επισκοπικό δικαστήριο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επισκοπικό
ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό.