στροταγέω: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(6_20)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strotageo
|Transliteration C=strotageo
|Beta Code=strotage/w
|Beta Code=strotage/w
|Definition=στρόταγος, στρότος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[στρατηγέω]], στρατηγός, στρατός.</span>
|Definition=στρόταγος, στρότος, v. [[στρατηγέω]], στρατηγός, στρατός.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στροτᾱγέω''': στροτᾱγός, Αἰολ. ἀντὶ στρατηγ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, -86, -91.
|lstext='''στροτᾱγέω''': στροτᾱγός, Αἰολ. ἀντὶ στρατηγ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, -86, -91.
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροταγέω Medium diacritics: στροταγέω Low diacritics: στροταγέω Capitals: ΣΤΡΟΤΑΓΕΩ
Transliteration A: strotagéō Transliteration B: strotageō Transliteration C: strotageo Beta Code: strotage/w

English (LSJ)

στρόταγος, στρότος, v. στρατηγέω, στρατηγός, στρατός.

Greek (Liddell-Scott)

στροτᾱγέω: στροτᾱγός, Αἰολ. ἀντὶ στρατηγ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, -86, -91.