τρισκαιδέκατος: Difference between revisions

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
(6_11)
 
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=η, ον :<br />treizième ; ἡ τρισκαιδεκάτη ([[ἡμέρα]]) le 13ᵉ jour.<br />'''Étymologie:''' [[τρισκαίδεκα]].
}}
{{pape
|ptext=άτη, ατον, <i>der, die, das [[Dreizehnte]]</i>, Hom., Hes. und Folgde [[überall]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρισκαιδέκᾰτος:''' [[тринадцатый]] Hom., Luc.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισκαιδέκᾰτος''': -η, -ον, ὁ [[δέκατος]] [[τρίτος]], Ἰλ. Κ. 561, Ὀδ. Θ. 391. κλπ. τρισκαιδεκάτη, ἡ [[δεκάτη]] τρίτη [[ἡμέρα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725· τῇ τρ., κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην ἡμέραν, Ὀδ. Τ. 202.
|lstext='''τρισκαιδέκᾰτος''': -η, -ον, ὁ [[δέκατος]] [[τρίτος]], Ἰλ. Κ. 561, Ὀδ. Θ. 391. κλπ. τρισκαιδεκάτη, ἡ [[δεκάτη]] τρίτη [[ἡμέρα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725· τῇ τρ., κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην ἡμέραν, Ὀδ. Τ. 202.
}}
{{grml
|mltxt=-άτη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[τρεισκαιδέκατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισκαιδέκᾰτος:''' -η, -ον, [[δέκατος]] [[τρίτος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἡ τρισκαιδεκάτη</i> (ενν. [[ἡμέρα]]), η δέκατη [[τρίτη]] [[ημέρα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-και-δέκᾰτος, η, ον<br />[[thirteenth]], Hom., etc.; ἡ τρισκαιδεκάτη (sc. ἡμέρἀ the 13 th day, Od.
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

η, ον :
treizième ; ἡ τρισκαιδεκάτη (ἡμέρα) le 13ᵉ jour.
Étymologie: τρισκαίδεκα.

German (Pape)

άτη, ατον, der, die, das Dreizehnte, Hom., Hes. und Folgde überall.

Russian (Dvoretsky)

τρισκαιδέκᾰτος: тринадцатый Hom., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδέκᾰτος: -η, -ον, ὁ δέκατος τρίτος, Ἰλ. Κ. 561, Ὀδ. Θ. 391. κλπ. τρισκαιδεκάτη, ἡ δεκάτη τρίτη ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725· τῇ τρ., κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην ἡμέραν, Ὀδ. Τ. 202.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
βλ. τρεισκαιδέκατος.

Greek Monotonic

τρισκαιδέκᾰτος: -η, -ον, δέκατος τρίτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡ τρισκαιδεκάτη (ενν. ἡμέρα), η δέκατη τρίτη ημέρα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

τρισ-και-δέκᾰτος, η, ον
thirteenth, Hom., etc.; ἡ τρισκαιδεκάτη (sc. ἡμέρἀ the 13 th day, Od.