ζαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(6_8)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζᾰλόεις''': εσσα, εν, τρικυμιώδης, [[πλήρης]] σάλου, Σχόλ. Νικ. Θ. 252.
|lstext='''ζᾰλόεις''': εσσα, εν, τρικυμιώδης, [[πλήρης]] σάλου, Σχόλ. Νικ. Θ. 252.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] σάλο, [[τρικυμιώδης]], [[θυελλώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζάλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οεις</i> ([[πρβλ]]. [[αστερόεις]], [[κυματόεις]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1136] εσσα, εν, dasselbe, Schol. Nic. Th. 251.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰλόεις: εσσα, εν, τρικυμιώδης, πλήρης σάλου, Σχόλ. Νικ. Θ. 252.

Greek Monolingual

ζαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος σάλο, τρικυμιώδης, θυελλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + κατάλ. -οεις (πρβλ. αστερόεις, κυματόεις)].