εὐλύγιστος: Difference between revisions
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evlygistos | |Transliteration C=evlygistos | ||
|Beta Code=eu)lu/gistos | |Beta Code=eu)lu/gistos | ||
|Definition=ον, (λῠγίζω) <span | |Definition=εὐλύγιστον, ([[λυγίζω]]) [[flexible]], EM530.56, Eust.73.19. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] leicht zu biegen, Eust. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐλύγιστος''': -ον, (λῠγίζω), εὐκόλως λυγιζόμενος, [[εὔκαμπτος]], Εὐστ. 73. 20. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐλύγιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο [[εύκαμπτος]] («ευλύγιστα κλαριά»)<br /><b>2.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) [[ευκίνητος]], [[εύκαμπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τον χαρακτήρα) [[ευμετάβλητος]], [[άστατος]] («ευλύγιστη [[συνείδηση]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λυγιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[λυγίζω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐλύγιστον, (λυγίζω) flexible, EM530.56, Eust.73.19.
German (Pape)
[Seite 1079] leicht zu biegen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλύγιστος: -ον, (λῠγίζω), εὐκόλως λυγιζόμενος, εὔκαμπτος, Εὐστ. 73. 20.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ εὐλύγιστος, -ον)
1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά»)
2. (για μέλη του σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος
νεοελλ.
(για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λυγιστός (< λυγίζω)].