τρίκουρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(6_18)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίκουρος''': -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον [[ἔτος]], Ἡσύχ.· πρβλ. [[τρικόρωνος]].
|lstext='''τρίκουρος''': -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον [[ἔτος]], Ἡσύχ.· πρβλ. [[τρικόρωνος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ἐπὶ [[τρία]] ἔτη κεκ(αθ)αρμένος [[κριός]], ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] «[[κούρεμα]]»), [[πρβλ]]. [[ἡμίκουρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκουρος Medium diacritics: τρίκουρος Low diacritics: τρίκουρος Capitals: ΤΡΙΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: tríkouros Transliteration B: trikouros Transliteration C: trikouros Beta Code: tri/kouros

English (LSJ)

ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ[αθ]αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ[αθ]αρμένος, Id.

German (Pape)

[Seite 1144] dreischürig, alle drei Jahre od. dreimal im Jahre geschoren od. zu scheeren, Hesych.; bei Alciphr. 1, 28 f. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκουρος: -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ἡσύχ.· πρβλ. τρικόρωνος.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ(αθ)αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. ἡμίκουρος].