δμώιος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
(6_16)
 
(1ab)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δμώιος''': -ον, [[δουλικός]], [[βρέφος]] Ἀνθ. Π. 9. 407.
|lstext='''δμώιος''': -ον, [[δουλικός]], [[βρέφος]] Ἀνθ. Π. 9. 407.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[servil]], [[hijo de esclava]], [[βρέφος]] <i>AP</i> 9.407 (Antip.Thess.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δμώιος]], -ον (Α)<br />[[δουλικός]] («δμώιον [[βρέφος]]» — δουλάκι, [[βρέφος]] δούλων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιο και μτγν. επίθ. του [[δμως]]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δμώϊος]], ον <i>adj</i> [from [[δμώς]]<br />in [[servile]] [[condition]], [[βρέφος]] Anth.
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

δμώιος: -ον, δουλικός, βρέφος Ἀνθ. Π. 9. 407.

Spanish (DGE)

-ον
servil, hijo de esclava, βρέφος AP 9.407 (Antip.Thess.).

Greek Monolingual

δμώιος, -ον (Α)
δουλικός («δμώιον βρέφος» — δουλάκι, βρέφος δούλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο και μτγν. επίθ. του δμως].

Middle Liddell

δμώϊος, ον adj [from δμώς
in servile condition, βρέφος Anth.