μελανωπός: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(6_15)
(24)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνωπός''': -όν, (ὢψ) μαυρειδερός, Μάρκελλ. Σιδήτ. 64.
|lstext='''μελᾰνωπός''': -όν, (ὢψ) μαυρειδερός, Μάρκελλ. Σιδήτ. 64.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μελανωπός]], -ή, -όν) [[μέλας]], -<i>ανος</i>]<br />αυτός που έχει μαύρη όψη, [[μαυρειδερός]], [[σχεδόν]] [[μαύρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 120] von schwarzem Angesicht, schwarzem Aussehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνωπός: -όν, (ὢψ) μαυρειδερός, Μάρκελλ. Σιδήτ. 64.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μελανωπός, -ή, -όν) μέλας, -ανος]
αυτός που έχει μαύρη όψη, μαυρειδερός, σχεδόν μαύρος.