μελάνστερνος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melansternos
|Transliteration C=melansternos
|Beta Code=mela/nsternos
|Beta Code=mela/nsternos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">black-breasted</b>, <span class="bibl">Jo.Gaz.2.126</span>.</span>
|Definition=μελάνστερνον, [[black-breasted]], Jo.Gaz.2.126.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάνστερνος''': -ον, = μελανόστερνος, νεφέλης μελανστέρνοιο καλύπτρην Ἰω. Γάζης Ἔκφρασις Εἰκόν. Κόσμ. 2. 126.
|lstext='''μελάνστερνος''': -ον, = μελανόστερνος, νεφέλης μελανστέρνοιο καλύπτρην Ἰω. Γάζης Ἔκφρασις Εἰκόν. Κόσμ. 2. 126.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάνστερνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[στέρνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]] ([[πρβλ]]. [[ευρύστερνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάνστερνος Medium diacritics: μελάνστερνος Low diacritics: μελάνστερνος Capitals: ΜΕΛΑΝΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: melánsternos Transliteration B: melansternos Transliteration C: melansternos Beta Code: mela/nsternos

English (LSJ)

μελάνστερνον, black-breasted, Jo.Gaz.2.126.

German (Pape)

[Seite 120] = μελανόστερνος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνστερνος: -ον, = μελανόστερνος, νεφέλης μελανστέρνοιο καλύπτρην Ἰω. Γάζης Ἔκφρασις Εἰκόν. Κόσμ. 2. 126.

Greek Monolingual

μελάνστερνος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στέρνον (πρβλ. ευρύστερνος)].