ἐξιπωτικός: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksipotikos | |Transliteration C=eksipotikos | ||
|Beta Code=e)cipwtiko/s | |Beta Code=e)cipwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξιπωτική, ἐξιπωτικόν, [[fit for squeezing out]], [[expressive]], φάρμακα Gal.13.993, cf. Aët12.31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξιπωτικός''': -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, [[καθαρτικός]], ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697. | |lstext='''ἐξιπωτικός''': -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, [[καθαρτικός]], ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξιπωτικός]], -ή, -όν (Α) [[εξιπώ]]<br />[[καθαρτικός]] («ἐξιπωτικὰ φάρμακα»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξιπωτική, ἐξιπωτικόν, fit for squeezing out, expressive, φάρμακα Gal.13.993, cf. Aët12.31.
German (Pape)
[Seite 882] ή, όν, zum Ausdrücken, Reinigen gehörig, φάρμακα Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιπωτικός: -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, καθαρτικός, ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697.
Greek Monolingual
ἐξιπωτικός, -ή, -όν (Α) εξιπώ
καθαρτικός («ἐξιπωτικὰ φάρμακα»).