ἐξιπωτικός
From LSJ
English (LSJ)
ἐξιπωτική, ἐξιπωτικόν, fit for squeezing out, expressive, φάρμακα Gal.13.993, cf. Aët12.31.
German (Pape)
[Seite 882] ή, όν, zum Ausdrücken, Reinigen gehörig, φάρμακα Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιπωτικός: -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, καθαρτικός, ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697.
Greek Monolingual
ἐξιπωτικός, -ή, -όν (Α) εξιπώ
καθαρτικός («ἐξιπωτικὰ φάρμακα»).