συννέμησις: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synnemisis
|Transliteration C=synnemisis
|Beta Code=sunne/mhsis
|Beta Code=sunne/mhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">relation</b>, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[relation]], πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[relation]].<br />'''Étymologie:''' [[συννέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συννέμησις:''' εως ἡ [[отношение]] (πρός τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συννέμησις''': -εως, ἡ, [[σχέσις]], [[πρός]] τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.
|lstext='''συννέμησις''': -εως, ἡ, [[σχέσις]], [[πρός]] τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α<br />[[σχέση]] [[προς]] [[κάτι]], [[αναφορά]] [[προς]] [[κάτι]] («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συννέμω]]. Για το δισύλλαβο θ. <i>συν</i>-<i>νεμη</i>- <b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέμησις Medium diacritics: συννέμησις Low diacritics: συννέμησις Capitals: ΣΥΝΝΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: synnémēsis Transliteration B: synnemēsis Transliteration C: synnemisis Beta Code: sunne/mhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, relation, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
relation.
Étymologie: συννέμω.

Russian (Dvoretsky)

συννέμησις: εως ἡ отношение (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συννέμησις: -εως, ἡ, σχέσις, πρός τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
σχέση προς κάτι, αναφορά προς κάτι («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συννέμω. Για το δισύλλαβο θ. συν-νεμη- βλ. και λ. νέμω.