ὀνοματοποιός: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onomatopoios | |Transliteration C=onomatopoios | ||
|Beta Code=o)nomatopoio/s | |Beta Code=o)nomatopoio/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[coiner of names]], esp. significant names, Ath. 3.99c, Zos.Alch.p.230 B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνομᾰτοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν, σχηματίζων ὀνόματα ἢ λέξεις, [[μάλιστα]] κατὰ μίμησιν φυσικῶν ἤχων, Ἀθήν. 99C. | |lstext='''ὀνομᾰτοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν, σχηματίζων ὀνόματα ἢ λέξεις, [[μάλιστα]] κατὰ μίμησιν φυσικῶν ἤχων, Ἀθήν. 99C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνοματοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που επινοεί ονόματα ή λέξεις, [[ιδίως]] [[κατά]] [[απομίμηση]] φυσικών ήχων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>, -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, coiner of names, esp. significant names, Ath. 3.99c, Zos.Alch.p.230 B.
German (Pape)
[Seite 349] ein Wort, einen Namen bildend, bes. indem man einen Naturlaut nachahmt; Ath. III, 99 c; Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, σχηματίζων ὀνόματα ἢ λέξεις, μάλιστα κατὰ μίμησιν φυσικῶν ἤχων, Ἀθήν. 99C.
Greek Monolingual
ὀνοματοποιός, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί ονόματα ή λέξεις, ιδίως κατά απομίμηση φυσικών ήχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα, -ατος + -ποιός].