στροίβηλος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_3)
 
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=στροίβηλος
|Medium diacritics=στροίβηλος
|Low diacritics=στροίβηλος
|Capitals=ΣΤΡΟΙΒΗΛΟΣ
|Transliteration A=stroíbēlos
|Transliteration B=stroibēlos
|Transliteration C=stroivilos
|Beta Code=stroi/bhlos
|Definition=[[ἔπαρμα]] [[πληγῆς]] ἐν [[κεφαλῇ]], Hsch.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στροίβηλος''': «[[ἔπαρμα]] πληγῆς ἐν κεφαλῇ» Ἡσύχ.
|lstext='''στροίβηλος''': «[[ἔπαρμα]] πληγῆς ἐν κεφαλῇ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔπαρμα]] πληγῆς ἐν κεφαλῇ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[στρεβλός]] με δυσερμήνευτο -<i>οι</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[στροιβός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροίβηλος Medium diacritics: στροίβηλος Low diacritics: στροίβηλος Capitals: ΣΤΡΟΙΒΗΛΟΣ
Transliteration A: stroíbēlos Transliteration B: stroibēlos Transliteration C: stroivilos Beta Code: stroi/bhlos

English (LSJ)

ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στροίβηλος: «ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. στρεβλός με δυσερμήνευτο -οι- (βλ. και λ. στροιβός)].