φαυλοκόλαξ: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(6_4)
(44)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαυλοκόλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ὁ κολακεύων φαύλους ἀνθρώπους, Νικήτ. Χρον. 174Β, Εὐστ. Πονημάτ. 261. 20.
|lstext='''φαυλοκόλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ὁ κολακεύων φαύλους ἀνθρώπους, Νικήτ. Χρον. 174Β, Εὐστ. Πονημάτ. 261. 20.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[φαυλοκόλακας]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1259] ακος, ὁ, Schmeichler schlechter Menschen, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ κολακεύων φαύλους ἀνθρώπους, Νικήτ. Χρον. 174Β, Εὐστ. Πονημάτ. 261. 20.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Μ
βλ. φαυλοκόλακας.