πεπιστευμένως: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pepistevmenos | |Transliteration C=pepistevmenos | ||
|Beta Code=pepisteume/nws | |Beta Code=pepisteume/nws | ||
|Definition=Adv., (πιστεύω) | |Definition=Adv., ([[πιστεύω]]) [[truly]], Aristox. ap. Stob.4.25.45, Phld.''Rh.''1.352 S.: πεπιστωμένως, Aq.''Is.''25.1, ''Nu.''5.22, al. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεπιστευμένως''': Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ. | |lstext='''πεπιστευμένως''': Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[αξιοπιστία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπιστευμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[πιστεύω]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (πιστεύω) truly, Aristox. ap. Stob.4.25.45, Phld.Rh.1.352 S.: πεπιστωμένως, Aq.Is.25.1, Nu.5.22, al.
Greek (Liddell-Scott)
πεπιστευμένως: Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με αξιοπιστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπιστευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πιστεύω].