σταυροχαρής: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(6_7)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σταυροχᾰρής''': -ές, ([[χαρῆναι]]) ὁ χαίρων διὰ τὸν σταυρόν, ἀγαπῶν τὸν σταυρόν, Εὐδοκία.
|lstext='''σταυροχᾰρής''': -ές, ([[χαρῆναι]]) ὁ χαίρων διὰ τὸν σταυρόν, ἀγαπῶν τὸν σταυρόν, Εὐδοκία.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που αγαπάει τον σταυρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. [[πολεμοχαρής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

σταυροχᾰρής: -ές, (χαρῆναι) ὁ χαίρων διὰ τὸν σταυρόν, ἀγαπῶν τὸν σταυρόν, Εὐδοκία.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που αγαπάει τον σταυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. πολεμοχαρής].