λοξοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loksoeidis | |Transliteration C=loksoeidis | ||
|Beta Code=locoeidh/s | |Beta Code=locoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=λοξοειδές, [[oblique]], of the lower ribs, Ruf.''Oss.''25. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοξοειδής''': -ές, λοξῶς τὸ [[εἶδος]], [[σκολιός]], Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217. | |lstext='''λοξοειδής''': -ές, λοξῶς τὸ [[εἶδος]], [[σκολιός]], Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[λοξοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λοξό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοξοειδώς</i> (Μ λοξοειδῶς)<br />με λοξοειδή τρόπο. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[schief]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
λοξοειδές, oblique, of the lower ribs, Ruf.Oss.25.
Greek (Liddell-Scott)
λοξοειδής: -ές, λοξῶς τὸ εἶδος, σκολιός, Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217.
Greek Monolingual
-ές (Α λοξοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λοξό.
επίρρ...
λοξοειδώς (Μ λοξοειδῶς)
με λοξοειδή τρόπο.
German (Pape)
ές, schief, Sp.