μελανονεφής: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanonefis
|Transliteration C=melanonefis
|Beta Code=melanonefh/s
|Beta Code=melanonefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with black clouds</b>, gloss on [[κελαινεφής]], Sch. D <span class="bibl">Il.2.412</span>.</span>
|Definition=μελανονεφές, [[with black clouds]], ''Glossaria'' on [[κελαινεφής]], Sch. D Il.2.412.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνονεφής''': -ές, ὁ μέλανα νέφη συνάγων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 412, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[κελαινεφής]].
|lstext='''μελᾰνονεφής''': -ές, ὁ μέλανα νέφη συνάγων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 412, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[κελαινεφής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανονεφής]] και [[μελαινονεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]]), [[πρβλ]]. <i>ευρυ</i>-<i>νεφής</i>. <i>Ο</i> τ. <i>μελαινεφής</i> [[κατά]] το [[κελαινεφής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνονεφής Medium diacritics: μελανονεφής Low diacritics: μελανονεφής Capitals: ΜΕΛΑΝΟΝΕΦΗΣ
Transliteration A: melanonephḗs Transliteration B: melanonephēs Transliteration C: melanonefis Beta Code: melanonefh/s

English (LSJ)

μελανονεφές, with black clouds, Glossaria on κελαινεφής, Sch. D Il.2.412.

German (Pape)

[Seite 119] ές, schwarzwolkig, Schol. Il. 2, 412.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνονεφής: -ές, ὁ μέλανα νέφη συνάγων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 412, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ κελαινεφής.

Greek Monolingual

μελανονεφής και μελαινονεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ-νεφής. Ο τ. μελαινεφής κατά το κελαινεφής.