τιμωρησείω: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=timoriseio | |Transliteration C=timoriseio | ||
|Beta Code=timwrhsei/w | |Beta Code=timwrhsei/w | ||
|Definition= | |Definition=[[wish to avenge]], -ησείοντες Agath.3.17. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τιμωρησείω''': ἐφετικὸν τοῦ [[τιμωρέω]], ἐπιθυμῶ νὰ τιμωρήσω, Ἀγαθ. Ἱστορ. σ. 176, 12, ἔκδ. B. | |lstext='''τιμωρησείω''': ἐφετικὸν τοῦ [[τιμωρέω]], ἐπιθυμῶ νὰ τιμωρήσω, Ἀγαθ. Ἱστορ. σ. 176, 12, ἔκδ. B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(ως εφετικό του [[τιμωρώ]]) [[επιθυμώ]] να εκδικηθώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τιμωρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> εφετική κατάλ. -[[σείω]] ([[πρβλ]]. [[ναυμαχησείω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
wish to avenge, -ησείοντες Agath.3.17.
Greek (Liddell-Scott)
τιμωρησείω: ἐφετικὸν τοῦ τιμωρέω, ἐπιθυμῶ νὰ τιμωρήσω, Ἀγαθ. Ἱστορ. σ. 176, 12, ἔκδ. B.
Greek Monolingual
Α
(ως εφετικό του τιμωρώ) επιθυμώ να εκδικηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμωρῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. ναυμαχησείω)].