κατάκλεισις: Difference between revisions
From LSJ
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakleisis | |Transliteration C=katakleisis | ||
|Beta Code=kata/kleisis | |Beta Code=kata/kleisis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[shutting up]], [[closing]], Gal.19.445.<br><span class="bld">II</span> [[completion]], Nicom. ap. ''Theol.Ar.''43.<br><span class="bld">III</span> [[beam]] resting on the pillars of the [[Χελώνη]], Ath. Mech.18.9 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκλεισις''': -εως, ἡ, τὸ κατακλείειν, ἡ ἐντελὴς [[κλεῖσις]], Γαλην. | |lstext='''κατάκλεισις''': -εως, ἡ, τὸ κατακλείειν, ἡ ἐντελὴς [[κλεῖσις]], Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάκλεισις]], ἡ (AM) [[κατακλείω]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[περιορισμός]] σε έναν χώρο, η [[φυλάκιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κλείσιμο]]<br /><b>2.</b> η [[αποπεράτωση]], το [[τελείωμα]]<br /><b>3.</b> [[δοκάρι]] που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A shutting up, closing, Gal.19.445.
II completion, Nicom. ap. Theol.Ar.43.
III beam resting on the pillars of the Χελώνη, Ath. Mech.18.9 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, das Zuschließen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλεισις: -εως, ἡ, τὸ κατακλείειν, ἡ ἐντελὴς κλεῖσις, Γαλην.
Greek Monolingual
κατάκλεισις, ἡ (AM) κατακλείω
μσν.
ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση
αρχ.
1. το κλείσιμο
2. η αποπεράτωση, το τελείωμα
3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης».